- ψευδηλογέω
- ψευδηλογέω,A = ψευδολογέω, dub. in Luc.Ocyp.63:—[full] ψευδηλόγος, ον, = ψευδολόγος, gloss on ψευδηγόρος, Lex. in An.Bachm.1.419, v.l. in Suid. s.v. ψευδηγόρος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.